ὀστολόγος

ὀστολόγος
ὀστολόγος
collecting bones
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οστολόγος — ὀστολόγος, ον (Α) 1. αυτός που συλλέγει τα οστά νεκρού ο οποίος έχει υποβληθεί στη διαδικασία τής καύσης 2. ως κύριο όν. Ὀστολόγοι τίτλος τραγωδίας τού Αισχύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + λόγος*] …   Dictionary of Greek

  • ὀστολόγοι — ὀστολόγος collecting bones masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀστολόγοις — ὀστολόγος collecting bones masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οστολογία — (I) ὀστολογία, ἡ (Α) [οστολόγος] συλλογή οστών μετά την καύση τού σώματος. (II) ὀστολογία, ἡ (Α) βλ. οστεολογία …   Dictionary of Greek

  • οστολογώ — ὀστολογῶ, έω (Α) [οστολόγος] συλλέγω τα οστά νεκρού που έχει υποβληθεί στη διαδικασία τής καύσης …   Dictionary of Greek

  • οστολόγιον — ὀστολόγιον, τὸ (Α) [οστολόγος] τόπος όπου συλλέγονται τα οστά …   Dictionary of Greek

  • οστό — το (ΑΜ όστοῡν, Α ασυναίρ. τ. ὀστέον, ποιητ. τ. ὀστεῡν, πιθ. αιολ. τ. ὄστιον) υπόλευκο και σκληρό όργανο, ένα από τα στοιχεία τού σκελετού τού ανθρώπου και τών σπονδυλοζώων, το κόκαλο νεοελλ. φρ. α) «παίρνω σάρκα και οστά» (για ιδέα, προσπάθεια ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”